δυσμένεια

δυσμένεια
η
το να μην έχει κανείς την εύνοια κάποιου, εχθρότητα: Έπεσα στη δυσμένεια του δασκάλου μου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δυσμενείᾳ — δυσμενείᾱͅ , δυσμένεια ill will fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσμένεια — ill will fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσμένεια — η (AM δυσμένεια, Α και ίη) εχθρική διάθεση απέναντι σε κάποιον …   Dictionary of Greek

  • δυσμενείας — δυσμενείᾱς , δυσμένεια ill will fem acc pl δυσμενείᾱς , δυσμένεια ill will fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσμενείαι — δυσμενείᾱͅ , δυσμένεια ill will fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσμενειῶν — δυσμένεια ill will fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσμενείαις — δυσμένεια ill will fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσμένειαι — δυσμένεια ill will fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσμένειαν — δυσμένεια ill will fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”